λαμπρύνει

λαμπρύνει
λαμπρύ̱νει , λαμπρύνω
make bright
aor subj act 3rd sg (epic)
λαμπρύ̱νει , λαμπρύνω
make bright
pres ind mp 2nd sg
λαμπρύ̱νει , λαμπρύνω
make bright
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαμπρυνεῖ — λαμπρύνω make bright fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) λαμπρύνω make bright fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • броный — белый, светлый , русск. цслав. бронъ белый , др. чеш. brony белый , чеш. brůna белая лошадь , польск. brony гнедой . Вероятно, родственно др. инд. bradhnas рыжеватой, буланый ; см. В. Шульце, Kl. Schr. 112; Лёвенталь, Farbenbez. 7; Уленбек,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αγλαόκωμος — ἀγλαόκωμος, ον (Α) αυτός που λαμπρύνει τον κώμο, δηλαδή τη γιορτή, τη διασκέδαση, το γλέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + κῶμος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… …   Dictionary of Greek

  • φαιδρυντής — και φαιδυντής και φεδυντής, ὁ, θηλ. φαιδρύντρια, Α 1. αυτός που φαιδρύνει, που λαμπρύνει 2. το θηλ. ἡ φαιδρύντρια πλύντρια, πλύστρα 3. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ φαιδρυνταί σύλλογος ιερέων τής Ολυμπίας με βασικό καθήκον τον καθαρισμό και τη… …   Dictionary of Greek

  • φαλύνει — Α (κατά τον Ησύχ.) «λαμπρύνει». [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλός* «λευκός». Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από ένα θ. *φαλ υ ] …   Dictionary of Greek

  • φαρύνω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φαρύνει λαμπρύνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί φιαρύνω* (< φιαρός)] …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… …   Dictionary of Greek

  • bhel-1, bhelǝ- —     bhel 1, bhelǝ     English meaning: shining, white     Deutsche Übersetzung: “glänzend, weiß”, also von weißlichen Tieren, Pflanzen and Dingen, as Schuppen, Haut etc     Note: to bhü 1 standing in the same relationship, as stel to stü… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”